γουβώνω

γουβώνω
γούβωσα, γουβώθηκα, γουβωμένος, γουβιάζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γουβώνω — βλ. γουβιάζω …   Dictionary of Greek

  • γουβιάζω — και γουβώνω [γούβα] 1. κοιλαίνω 2. κοιλαίνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”